- αλωπέκουρος
- (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει με ουρά αλεπούς, απ’ όπου βγαίνει και το όνομά τους. Από τα 25 είδη του γένους, εννέα απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα.
1. Α. ο ασκοδιοφόρος. Μονοετές χόρτο ύψους 10 έως 50 εκ. με στενά και μικρά φύλλα. Φυτρώνει σε υγρούς βοσκότοπους και είναι πολύ κοινό είδος σε όλες τις παραμεσόγειες περιοχές.
2. Α. ο τριχοειδής. Συναντάται σε χωράφια που βρίσκονται σε αγρανάπαυση, καθώς και κατά μήκος φρακτών στη Μακεδονία και τη Θράκη.
3. Α. ο ανθοξανθοειδής. Κοινό είδος των Δωδεκανήσων και της Κύπρου.
4. Α. ο κρητικός. Συναντάται σε υγρούς βοσκότοπους, από τα παράλια έως και σε υψόμετρο αρκετών μέτρων, στην Κρήτη και τη Θεσσαλία.
5. Α. ομύουρος. Πολύ κοινό είδος σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.
6. Α. ο λειμώνιος. Στην Ελλάδα το είδος αυτό είναι σπάνιο. Στην Ευρώπη, αντίθετα, είναι πολύ κοινό όπου καλλιεργείται και αποτελεί εκλεκτό κτηνοτροφικό φυτό.
7. Α. ο γονατώδης. Απαντάται σε πολύ υγρά μέρη της Β Ελλάδας.
8. Α. ο πυρόχρους. Χορτάρι, κυρίως των ορεινών περιοχών, που φύεται στις όχθες ρυακιών και σε τέλματα.
9. Α. ο γεράρδειος. Πολυετές φυτό στην αλπική ζώνη όλων των βουνών της ηπειρωτικής Ελλάδας.
* * *ο (Α ἀλωπέκουρος)ουρά αλεπούς ως είδος χόρτουνεοελλ.φυτό από τα ποώδη, τής οικογένειας Αγρωστίδαιοι ταξιανθίες του μοιάζουν με ουρά αλεπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. τής λ. ἀλώπηξ + -ουρος < οὐράη λ. πέρασε και στην ξενική επιστημονική ορολογία, πρβλ. νεολατιν. όρο alopecurus, από όπου και η νεώτερη σημασία της].
Dictionary of Greek. 2013.